- προτάσσω
- ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α [τάσσω]1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» — τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.)2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α. «το επίθετο προτάσσεται τού ουσιαστικού» β. «προτάσσεται τῷ ῥήματι καὶ ὑποτάσσεται», Διον. θρ.γ. «προτάσσονται τὰ εὔκολα καὶ ἐπιτάσσονται τὰ δυσκολώτερα», Απολλ. Δύσκ.)νεοελλ.μτφ. προβάλλω («θα προτάξουμε σθεναρή αντίσταση»)αρχ.1. τοποθετώ ως πρώτο2. προτιμώ3. ορίζω εκ τών προτέρων («χρόνον προτάξας ὡς τρίμηνον», Σοφ.)4. μέσ. προτάσσομαια) στέκομαι μπροστά από κάποιον ή κάτι για προφύλαξη ή υπεράσπισή του («ἀλλ' ἀράμενοι φέρωμεν oἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον», Αριστοφ.)β) θέτω ως παράδειγμα («τί δῆτα προταξαίμεθ' ἄν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν», Πλάτ.)γ) θέτω ως σκοπό μου («πωλῶν ἐκ τούτου τὸ ζῆν προυτάξατο», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.